Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

χώραν τινί

  • 1 Place

    subs.
    P. and V. τόπος, ὁ, χώρα, ἡ, Ar. and P. χωρίον, τό, Ar. and V. χῶρος, ὁ.
    Town, fortified place: P. χωρίον, τό.
    Position, site: P. θέσις, ἡ.
    Change places, v.: P. διαμείβεσθαι τὰς χώρας (Plat.).
    If only thirty votes had changed places I should stand acquitted: P. εἰ τριάκοντα μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων ἀπεπεφεύγη ἄν (Plat., Rep. 36A).
    Keep in one's place: P. μένειν κατὰ χώραν.
    Your curl has fallen out of its place: V. ἀλλʼ ἐξ ἕδρας σοὶ πλόκαμος ἐξέστηχ’ ὅδε (Eur., Bacch. 928).
    Give place, v.: see Yield.
    Till night give place to day: V. ἕως ἂν νὺξ ἀμείψηται φάος (Eur., Rhes. 615).
    Take place, happen: P. and V. τυγχνειν, συντυγχνειν, συμβαίνειν, γίγνεσθαι, συμπίπτειν; see Happen.
    Rank: P. and V. τάξις, ἡ. ἀξίωμα, τό.
    Appointment office: P. and V. τάξις, ἡ.
    Duty, task: P. and V. ἔργον, τό. P. τάξις, ἡ.
    It is your place to: P. and V. σόν ἐστι (infin.), προσήκει σε or σοί (infin.).
    Out of place: use inconvenient.
    It is not out of place to ask: V. πυθέσθαι οὐδὲν ἐστʼ ἔξω δρόμου (Æsch., Choe. 514).
    Passage in a book: P. λόγος, ὁ.
    In place of: P. and V. ἀντ (gen.).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. τιθέναι.
    Set: P. and V. καθίζειν.
    Set up: P. and V. ἱστναι, ἱδρύειν; see Put, Set.
    Appoint: P. and V. καθιστναι, προστάσσειν, τάσσειν.
    Be placed: P. and V. κεῖσθαι.
    Place in an awkward position: P. ἀπόρως διατιθέναι (τινά).
    Be awkwardly placed: P. ἀπόρως διακεῖσθαι; see Situated.
    Place around: Ar. and P. περιτιθέναι (τί τινι), P. and V. περιβάλλειν (τί τινι), Ar. and V. ἀμφιτιθέναι (τί τινι), V. ἀμφιβάλλειν (τί τινι).
    Place on: P. and V. ἐπιτιθέναι (τί τινι).
    Place over: P. and V. ἐφιστναι (τί τινι).
    Place value on: sea value. v.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Place

См. также в других словарях:

  • OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»